- βάλλῃ
- βάλληι , βάλλιςplantfem dat sg (epic)βάλλωthrowpres subj mp 2nd sgβάλλωthrowpres ind mp 2nd sgβάλλωthrowpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάλληι — βάλλις plant fem dat sg (epic) βάλλῃ , βάλλω throw pres subj mp 2nd sg βάλλῃ , βάλλω throw pres ind mp 2nd sg βάλλῃ , βάλλω throw pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek